- κερκηρίδα
- (Cercerida). Γένος υμενοπτέρων σαρκοφάγων εντόμων, που περιλαμβάνει μικρού ή μετρίου μεγέθους είδη, με διαφανή και μεγάλα φτερά, με πολλά νεύρα. Οι κ. είναι συνήθως ποικιλόχρωμες με κοντές και λεπτές κεραίες. Ζουν σε άγονες περιοχές και κατασκευάζουν υπόγειες στοές στις οποίες αποθέτουν τα αβγά τους. Τρέφονται κυρίως με άλλα μικρότερα έντομα και ζουν αποκλειστικά στις θερμές χώρες. Αριθμούν περίπου 100 είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι η κ. η αμμόφιλος και η κ. η μεταβλητή.
Dictionary of Greek. 2013.